Το όνομα μου είναι Φωτεινή Κατσιαφλάκα.
Γεννήθηκα στη Δεσκάτη Γρεβενών το έτος 1929 σε μια πολύ φτωχή οικογένεια. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου οι γονείς μας προσπαθούσαν να μας μεγαλώσουν με τα λίγα πρόβατα που είχαμε. Σχολείο δεν πήγα. Ο πατέρας μου δούλευε σε τσελνικάδες και εμείς κρατούσαμε το σπιτικό. Από τα πέντε παιδιά που είχαν οι γονείς μου ζήσαμε μόνο τα τρία, δυο αγόρια δίδυμα και εγώ, τα δυο αδέρφια μου πέθαναν μικρά ο Κωνσταντίνος και ο Γιώργος, τις αρρώστιες την εποχή εκείνη δεν τις ήξεραν. Στο χωριό μας τις έλεγαν με μια λέξη ‘’είχε κακιά αρρώστια και πέθανε’’. Μείναμε τα τρία και στην πορεία αρρώστησε και η μάνα μου και ανέλαβα τις δουλειές του σπιτιού.
Δεν άργησε να έρθει η κατοχή και όπως οι περισσότεροι στο χωριό έτσι και εμείς μείναμε ‘’με ένα τίποτα’’. Ο πατέρας έδωσε τα αδέρφια μου και εμένα δούλους σε τσελνικάδες για να μην πεθάνουμε από την πείνα.
Και δια του λόγου του Κυρίου μας όσους προεγνώρισε τούτους και προόρισε, έτσι και εμένα το 1989 με επισκέφτηκε με θαυμαστό τρόπο. Δύο χρόνια πριν ο γιός μου ο μεγάλος είχε γνωρίσει τον Κύριο μας και μιλούσε στην οικογένεια μας, μα εγώ είχα τις αντιρρήσεις μου. Όμως μια μέρα αφού είχαν φύγει για δουλειά όλοι από το σπίτι, έμεινα μόνη μου και θυμήθηκα τα λόγια του γιού μου ‘’ζήτα από το Χριστό να έρθει και να σου μιλήσει’’. Το έκανα. Χριστέ μου που είσαι; -του είπα- και τότε άκουσα να με φωνάζουν έξω στην αυλή, στην εξώπορτα. Βγήκα και άκουσα το όνομα μου ‘’Φωτεινή, Φωτεινή με ζήτησες’’ και πηγαίνοντας προς την εξώπορτα βλέπω έναν τεράστιο άνδρα ντυμένο στα λευκά και προσπαθούσα να δω το πρόσωπο του που έφτανε μέχρι τον ουρανό. Η φωνή του και η γλυκιά παρουσία του με γέμισε χαρά. Δεν περνούσε η ώρα να γυρίσει ο γιός μου να του πω τα νέα και όταν γύρισε του είπα τι έγινε και δεν με πίστεψε. Εγώ γονάτιζα και προσευχόμουν και ο Κύριος με γέμιζε χαρά. Ζήτησα από το γιο μου να με πάρει στην εκκλησία και εκεί γεύτηκα ουράνιες ευλογίες που ο Κύριος φανερώνει στους πιστεύοντας σ’ Αυτόν. Με βάπτισε με Πνεύμα Άγιο και μου έδωσε σιγουριά ξέρω που θα πάω όταν πεθάνω.
Στα εβδομήντα μου έσπασα το χέρι μου και την ώρα του χειρουργείου οι γιατροί μάλλον κατάλαβαν σε τι γλώσσα προσευχόμουν και σε ποιόν και με ρώτησαν τη σχέση έχω με το Χριστό. Απάντησα πως είναι ο Σωτήρας μου και ότι θα με πάρει στον παράδεισο. Έχω περάσει τρία εμφράγματα καρδιάς και κάθε φορά που πάω στο νοσοκομείο κάποια ψυχή έχει ανάγκη να ακούσει για το Χριστό. Είναι ο τσομπάνος μας και εμείς τα πρόβατα του.
Λίγα χρόνια είμαι στο Χριστό αλλά η χάρη του είναι πολύ μεγάλη. Προσεύχομαι να ανοίξει ο Κύριος μια εκκλησία στη Δεσκάτη, να σώσει όλη την οικογένεια μου, τα ανίψια μου, τα εγγόνια μου,τα τέσσερα δισέγγονα μου, όλο το σόι μου και όλο το χωριό μου. Δεν ξέρω γράμματα, μα ξέρω η χάρη του Κυρίου είναι πολύ μεγάλη. Ελπίζω ο γιός μου να τα έγραψε σωστά.
Η γιαγιά Φωτεινή
Βόλος