Είναι αλήθεια ότι σε κάθε περίσταση της κοινωνικής ή της ατομικής ζωής παρέχεται αντίστοιχα η δυνατότητα είτε στην κοινωνία ευρύτερα είτε στον καθένα μας ξεχωριστά να αναδείξουμε την πνευματική και ψυχική μας κατάρτιση και καλλιέργεια.
Η προσφυγική κρίση που έπληξε πρωτίστως τη Συρία, αλλά και το Αφγανιστάν, και της οποίας η χώρα μας έγινε σε μεγάλο βαθμό αποδέκτης, είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να φανερώσουμε την αλληλεγγύη που οφείλουμε τόσο ως άνθρωποι και πολύ περισσότερο ως χριστιανοί.
Παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες είναι, ως γνωστόν, ένας παραδοσιακά φιλόξενος και ζεστός λαός, διάφορες εθνοτικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις ενδέχεται να οδηγήσουν ορισμένα άτομα ή και κοινωνικές ομάδες από μια απλά παθητική στάση και αδιαφορία απέναντι στους πρόσφυγες, έως και την εκδήλωση ακόμη και εχθρικών συμπεριφορών εναντίον τους, εντείνοντας έτσι τα φαινόμενα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Ο Θεός όμως, Θεός όλων των εθνών καθώς είναι, φανερώνει μέσα από το λόγο του όχι μόνο την αντίθεσή του σε τέτοιου είδους ενέργειες, αλλά και την ειδική μέριμνα και πρόνοιά του για τους ξένους λέγοντας από την Παλαιά Διαθήκη ακόμη :
«Ξένον δε θέλεις κακοποιήσει ουδέ θέλεις καταδυναστεύσει αυτόν, διότι σεις γνωρίζετε την ψυχή του ξένου, επειδή ξένοι εστάθητε εν τη γη της Αιγύπτου» (Έξοδος κβ΄21-κγ΄9).
«Και εάν τις ξένος παροική μετά σου εν τη γη υμών, δεν θέλετε θλίψει αυτόν’ o ξένος ο παροικών με σας, θέλει είσθαι εις εσάς ως ο αυτόχθων, και θέλεις αγαπά αυτόν ως σεαυτόν’ διότι ξένοι εστάθητε εν γη Αιγύπτου. Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σας. (Λευιτικόν ιθ΄33-34).
«Ο Θεός …. αγαπών τον ξένον δίδων εις αυτόν τροφήν και ενδύματα. Αγαπάτε λοιπόν τον ξένον διότι σεις εστάθητε ξένοι εν τη γη της Αιγύπτου» (Δευτερονόμιον ι΄18-19).
Κανενός είδους κακομεταχείριση ή εκμετάλλευση των ξένων, όπως διαφαίνεται από τα παραπάνω εδάφια, δεν είναι επιτρεπτή. Αντιθέτως προβάλλεται η ανάγκη τόσο για την υλική όσο και για την ψυχολογική τους στήριξη και συμπαράσταση και την όσο το δυνατόν πιο άνετη διαμονή και αξιοπρεπή διαβίωσή τους.
Στη δε Καινή Διαθήκη η επιδίωξη της φιλοξενίας και η αμέριστη βοήθεια προς τον πλησίον χωρίς καμία διάκριση αποτελούν πνευματικό νόμο.<< Ας εργαζόμεθα το καλό προς πάντας μάλιστα δε προς τους οικείους της πίστεως>> (Γαλάτας ς 10 ).Το γεγονός ότι ο πληγωμένος Ιουδαίος ήταν για τον καλό Σαμαρείτη αλλογενής και αλλόθρησκος δεν τον εμπόδισε από το να τον σπλαχνιστεί και να επιμεληθεί την αποκατάσταση της υγείας του. Βεβαίως θα νοιαστούμε για τους συμπατριώτες μας και περισσότερο για τους πνευματικούς μας αδελφούς παράλληλα όμως δεν θα απορρίψουμε οποιονδήποτε άλλον χρειάζεται βοήθεια αφού η εντολή είναι να αγαπάμε ακόμα και τους εχθρούς μας.
Η πατρίδα μας όντως εν τω μέσω μιας δεινής οικονομικής κρίσης αναγκάζεται να δεχτεί και να κρατήσει στην επικράτειά της δεκάδες χιλιάδες ξένους ανθρώπους.
Αλλά «Τις λέγει τι και γίνεται χωρίς να προστάξει αυτό ο Κύριος»; (Θρήνοι γ΄37).
Ποιος μπορεί να γνωρίζει αν μέσα από την επίγεια αποξένωσή τους οι άνθρωποι αυτοί εκ φύγουν τελικά την πνευματική απαλλοτρίωση γνωρίζοντας τον αληθινό Θεό; Εάν όντως συναχθεί πολύτιμος σίτος στις πνευματικές αποθήκες ώστε να δικαιωθεί ο χαρακτηρισμός που αποδόθηκε στη χώρα μας ως «αποθήκης ψυχών»;
Οι αληθινοί χριστιανοί δεν είναι μισαλλόδοξοι, ούτε αισθάνονται ότι η πίστη τους κινδυνεύει από άλλες θρησκείες, δόγματα ή δοξασίες. Πατάνε γερά πάνω στο βράχο των αιώνων τον Ιησού Χριστό και στο Ευαγγέλιό του και εξαγγέλλουν τις αρετές του. Καθώς είναι χρηστοί προς κάθε άνθρωπο, ευαγγελίζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη χάρη και την αλήθεια του Χριστού και κερδίζουν ψυχές για το όνομά του.
Και τέλος μη ξεχνάμε ότι ως μελλοντικοί κληρονόμοι της βασιλείας του Θεού πρέπει να εκπληρώνουμε το γεγραμμένο: «Επείνασα και μοι εδώκατε να φάγω, εδίψησα και με εποτίσατε, ξένος ήμην και με εφιλοξενήσατε, γυμνός και με ενεδύσατε, ησθένησα και με επισκέφθητε, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς εμέ» (Ματθαίος κ΄ε 35-36).
Ας αγαπήσουμε λοιπόν τους ανθρώπους αυτούς με την αληθινή αγάπη του Θεού, βοηθώντας τους σα να βοηθάμε τον Κύριο. Διότι «Αληθώς σας λέγω, καθόσον εκάμετε εις ένα τούτον των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εκάμετε» (Ματθαίος κε΄40).