«Αι ημέραι της ζωής ημών είναι καθ’ εαυτάς εβδομήκοντα έτη, και εάν, εν ευρωστία ογδοήκοντα έτη, πλην και το καλήτερον μέρος αυτών είναι κόπος και πόνος, διότι ταχέως παρέρχεται, και ημείς πετώμεν.» (Ψαλμός 90)
Η προσευχή του Μωυσή, ανθρώπου του Θεού, στο τέλος της ζωής του (Δευτερονόμιο 33:1), λίγο πριν αφήσει αυτή τη γη, την πρόσκαιρη κατοικία του, για να αναχωρήσει για την αιώνια κατοικία του, για την ανάπαυσή του.
Είναι οι τελευταίες στιγμές που ζει με τους ανθρώπους του, τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν μαζί του για να φέρουν σε πέρας το έργο το οποίο τους είχε ανατεθεί από τον ουράνιο Κύριο τους. Είναι από τις λίγες φορές στη ζωή του ανθρώπου που πρέπει να γίνει ένας απολογισμός και να τεθούν κάποιες ερωτήσεις,
«πως ξεκίνησα;» «πως περπάτησα;»
«τι κατάφερα;» «τι αφήνω πίσω μου;»
«πως θα με θυμούνται;» «τι θα συναντήσω τώρα;»
Ο Μωυσής γεννήθηκε Εβραίος, δούλος των Αιγυπτίων, χωρίς καμία περιουσία, καταδικασμένος για θάνατο, ο πατέρας του ο ουράνιος τον φρόντισε. Περπάτησε στη ζωή του και γνώρισε τις μεγαλύτερες «αντιθέσεις», έζησε σαν πρίγκιπας, έζησε διωγμένος, έζησε σαν βοσκός, έζησε σαν απεσταλμένος του Θεού, γνώρισε την ύψωση, γνώρισε και την ταπείνωση, ο πατέρας του ο ουράνιος τον φρόντισε.
Άφησε πίσω του, έναν ελεύθερο λαό, μία συγκροτημένη οικογένεια, έναν άνθρωπο (Ιησούς του Ναυή) να συνεχίσει το έργο που του ανατέθηκε, έγινε ένα παράδειγμα πίστεως και σ’ όλα αυτά ο πατέρας του ο ουράνιος τον φρόντισε. Όλος ο λαός του μέχρι και σήμερα τον θυμούνται σαν έναν άνθρωπο «οροθέσιο» στην πορεία του έθνους τους, έναν πιστό που ο πατέρας του ο ουράνιος τον φρόντισε.
Το τέλος της πορείας του τον βρίσκει στην κορυφή Φασγά να αντικρίζει από εκεί τη γη της επαγγελίας που ο Κύριος υποσχέθηκε στον πατριάρχη Αβραάμ, αλλά παρόλο τον αγώνα του, αυτός δεν θα γευτεί από αυτή τη γη γιατί «αναχωρεί».
Θα έλεγε κάποιος «τι ειρωνεία»; Και όμως όπως μας λέει ο απ. Παύλος (προς Εβραίους 11:38) ο Μωυσής ήταν από αυτούς «των οποίων δεν ήτο άξιος ο κόσμος» και (προς Εβραίους 11:13) «εν πίστει απέθανον ούτοι πάντες, μη λαβόντες τας επαγγελίας, αλλά μακρόθεν ιδόντες αυτάς και πεισθέντες και εγκολπωθέντες και ομολογήσαντες ότι είναι ξένοι και παρεπίδημοι επί της γης. Διότι οι λέγοντες τοιαύτα δεικνύουσιν ότι ζητούσι πατρίδα……. Διά τούτο ο Θεός δεν επαισχύνεται αυτούς να λέγηται Θεός αυτών, διότι ητοίμασε δι αυτούς πόλιν.»