Μεγάλη χαρά νοιώθουμε όταν ξαφνικά μας επισκέπτονται πρόσωπα αγαπητά, πρόσωπα που τα γνωρίζουμε, πρόσωπα φιλικά προσκείμενα, πρόσωπα με τα οποία συνδεόμαστε με δεσμούς αγάπης.
Εξ αιτίας αυτής της χαράς ανοίγουμε τα σπίτια μας, τις καρδιές μας ώστε να αναπαυτούν να ευφρανθούν να νοιώσουν ευχάριστα προσφέροντας τις υπηρεσίες μας και τα αγαθά μας.
Δίνουμε τον καλλίτερο εαυτό μας και αυτό από την αγάπη που αισθανόμαστε, χωρίς να περιμένουμε καμία αναγνώριση η ανταπόδοση.
Με πολύ ανώτερη και βαθύτερη από αυτή αγάπη, μας αγάπησε ο Θεός και μάλιστα όταν εμείς δεν τον αγαπούσαμε (Ρωμ. ε’ 8-10). Χωρίς καμία ιδιοτέλεια, την αγάπη του αυτή μας την γνωστοποίησε στέλνοντας τον Χριστό από τον Ουρανό στη Γη (Ιωαν. γ’ 16-17). Τον έστειλε για να μη απωλεσθούμε για να μη υποστούμε την τελική κρίση του Θεού.
Ήλθε ανάμεσα στους ανθρώπους, άνθρωπος Χριστός Ιησούς (Ιωαν. α’ 14) έλαβε σάρκα και οστά, έγινε όμοιος με εμάς, ο Θεός έγινε άνθρωπος για να πλησιάσει τον άνθρωπο και ο άνθρωπος να γνωρίσει τον αληθινό Θεό και την ζωή την αιώνια (Ιωαν. Α ε’ 20).
Όμως οι άνθρωποι δεν Τον δέχτηκαν (Ιωαν. α’ 11). Εκείνος όμως ταπεινά δέχτηκε να γεννηθεί σε μία φάτνη, φτωχικά έτσι απλά (Λουκ. β’ 7). Και ο Θεός υψώνει τους ταπεινούς συστήνοντας αυτούς (Λουκ. β’ 9-14).